ἀλυταρχία

ἀλυταρχία
ἀλυτ-αρχία, ,
A office of ἀλυτάρχης, Cod.Just.1 36.1; cf. ἀλύτης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλυταρχία — ἀλυταρχία, η (AM) [ἀλυτάρχης] το αξίωμα και το έργο τού αλυτάρχη …   Dictionary of Greek

  • ALYTARCHA — Graeca vox Α᾿λυτάρχης, praesidens ad Spectacula, Sacerdos erat Antiochiae, cuius officium ἀλυταρχία dicebatur, Car. Macer. Hierolex. Occurrit vox in leg. 2. Cod. Theodos. de Equis Curul. ubi Alytarchoe Varino Phavorino, Cuiacio et Iacobo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλυτάρχης — ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος) 1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης τής τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”